- κατάκρημνον
- κατάκρημνοςsteep and ruggedmasc/fem acc sgκατάκρημνοςsteep and ruggedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OAXAS vel OAXES — urbs Cretae, unde Ὀαξὶς γῆ, et Poetice Οἰαξὶς Apollonio. Οὕς ποτέ νύμφη Ἀτχίαλα Δικταῖον ἀνὰ σπέος ἀμφοτέτῃσι Δραξαμένη γαίην Οἰαξίδος ἐβλάςτησε. In loco praerupto, unde nomen. Steph. Τινὲς δὲ διὰ τὸ κατάκρημνον εἶναι τόπον, καλοῦσι γὰρ τοιούτους … Hofmann J. Lexicon universale